- σταθμῷ
- σταθμάωmeasure by rulepres opt act 3rd sgσταθμόνweightneut dat sgσταθμόςstanding-placemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταθμώ — (I) άω και ιων. τ. έω, Α [στάθμη] 1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.) 2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.) 3. (το μέσ.) σταθμῶμαι α) βρίσκω … Dictionary of Greek
σταθμῶ — σταθμάομαι measure by rule pres imperat mp 2nd sg σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) σταθμάω measure by rule pres imperat mp 2nd sg σταθμάω measure by rule pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμῶι — σταθμῷ , σταθμάω measure by rule pres opt act 3rd sg σταθμῷ , σταθμόν weight neut dat sg σταθμῷ , σταθμός standing place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
καταστάθμησις — καταστάθμησις, ἡ (Α) (σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)] … Dictionary of Greek
κρεοδαισία — και κρεαδοσία, ἡ (Α) [κρεοδαίτης] η διανομή τού κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
στάθμημα — τὸ, Α [σταθμῶ] εκτίμηση, αξιολόγηση … Dictionary of Greek
στάθμηση — η / στάθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [σταθμῶ] υπολογισμός τού βάρους, ζύγισμα νεοελλ. 1. η εξασφάλιση τής κατακόρυφης ή τής οριζόντιας διεύθυνσης 2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση 3. (στατιστ.) υπολογισμός τής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε… … Dictionary of Greek
στάθμωμα — τὸ, Μ [σταθμῶ (II)] συμπέρασμα, κρίση … Dictionary of Greek
σταθμητός — ή, ό / σταθμητός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμώ] αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες») … Dictionary of Greek